προπουλώ

προπουλώ
προπούλησα, προπουλήθηκα, προπουλημένος, πουλώ κάτι πριν να είναι έτοιμο, πριν παραχθεί: Φέτος προπούλησαν όλα τα πορτοκάλια οι παραγωγοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπούλημα — το, Ν [προπουλώ] πώληση ενός προϊόντος προτού αυτό παραχθεί, προπώληση …   Dictionary of Greek

  • προπωλώ — προπωλῶ, έω, ΝΑ, προπουλώ Ν νεοελλ. πωλώ κάτι από πριν, δηλ. προτού κατασκευαστεί ή πριν ακόμη να είναι έτοιμο για παράδοση, πωλώ προκαταβολικά αρχ. πωλώ κάτι προηγουμένως ως αντιπρόσωπος, ως μεσίτης κάποιου, μεσιτεύω σε μια πώληση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”